7.2.16

Μαγκνέτικ

τον συμβούλευσα να γράφει τους αγαπημένους του στίχους
απο τα ποιήματα μου
στις σόλες των παπουτσιών του
για να θυμάται πόσο γρήγορα ξεθωριάζουν οι λέξεις
κι ας είναι γραπτές, φεύγουν κι αυτές
με τα χιλιόμετρα και τις κακοτοπιές

ο μόνος τρόπος θα 'ταν  να μην τα δοκιμασει
να μην ρισκάρει να μην βγει έξω,
μα εγώ τον ήθελα ελεύθερο!

του υποσχέθηκα
πως θα 'χει πάντα στίχους μου να γράφει
πως δεν θα ξεμείνει με άδεια σόλα
και πως με την πρώτη ευκαιρία
θα έγραφα ενα ποίημα κάτω απο το σπίτι του


έσβηναν κι' έγραφε συνεχως
κάθε φορά στεναχωριόταν
αντικρίζοντας την φθορά και την αλλοίωση
μα κάθε φορά είχε νέες λέξεις να χαρεί
έγραφε και χαμογελούσε


ώσπου έφτασε η μέρα
να γράψω κάτι κάτω απο το σπίτι του
-εκείνος με περίμενε καρτερικά-
σκεφτόμουν πως
θα 'θελα να 'ναι 'κει κάθε μέρα κάθε στιγμή
να το βλέπει και να με θυμάται

κοίταζα τον τοίχο
είχα τόσες λέξεις μα καμία να του γράψω
το "σ'αγαπώ" ήταν κλισέ,
το "καλημέρα" άτοπο,
το "να χαμογελας" μελό
και το "να προσέχεις"
ίδιο με της μάνας του

σκέφτηκα να φτιάξω ένα μαύρο μάτι
μα  υπήρχαν πολλά τέτοια
και φοβόμουν μην μπερδέψει τα δικά μου με άλλης
σκέφτηκα να γράψω
πως είναι ο τελευταίος των μοϊκανών και είναι ξεχωριστός
μα θα μου έλεγε να σταματήσω τις αηδίες


έμεινα τόση ώρα κάτω απο το σπίτι του
που αυτός νόμιζε οτι τον πρόδωσα
ότι δεν πήγα ποτέ
εγώ σκεφτόμουν ακόμα
τί θα 'θελα να με θυμίζει
και κείνος νόμιζε  ότι τον κορόιδεψα
τον εξαπάτησα

κοίταξε τα παπούτσια του
στην σόλα φαινόταν ακόμα αρκετά διακριτά
“ σε θέλω ελεύθερο διαβάτη
δίπλα μου στην ερημιά του κόσμου”
ούρλιαξε απο απόγνωση
απελπισία,
απογοήτευση και πόνο
-είχε πιστέψει στην αλήθεια
αυτού του  έρωτα
σχεδόν όσο και γω-
ούρλιαξε ξανά
και πήδηξε απ’τον τέταρτο

εγώ, στεκόμουν ακόμα μπροστά  στον τοίχο,
άκουσα τον θόρυβο
κόσμος απο τις πίσω πολυκατοικίες άρχισε να μαζεύεται
και σιγά-σιγά άρχισα ν' ακούω και σειρήνες
τότε μου ήρθε η ιδέα
“πρόσεχε  χρωματιστές
και ανθρωπόμορφες σειρήνες
υπάρχει  ιθάκη
αρκεί να διαβάσεις ανάποδα”
υπεγραψα,
“ηκάθι”

και την ώρα που ακούμπησα
το δάχτυλο στο κουδούνι του
κάποιος μου φώναξε
"κάτω το σπρέη" και "ψηλά τα χερια"

… …. ….

έκανα αμέτρητες ώρες να καταλάβω
γιατί ενώ εσύ δεν ήσουν ζωντανός
εμένα με κατηγορούσαν
για βανδαλισμό
εννοώ, όχι για ανθρωποκτονία


ρώτησα πολλές φορές
αν σου έκανα κάποιο ταττού
όσο ήσουν νεκρός
αλλά με κοιτούσαν με ύφος
“καλά εσυ αποτρελάθηκες”
και κανένας δεν μου απάντησε


στο δικαστήριο τους είπα
πως δεν έκανα βανδαλισμό μα φόνο
πως δεν αυτοκτόνησες
απλά παρεξήγηση και λάθος timing

είπα πως θα 'θελα πολύ
να ζητήσω ενα συγγνώμη απο το θύμα
αν δεν ήταν ήδη αργά
διότι μια ζωή ήμουν καθυστέρι
εκείνοι μου 'παν
πως είχες εκφράσει την επιθυμία να καείς
στο τζάκι ενος φίλου σου
και πως ήσουν ήδη  κάτι ανάμεσα 
σε στάχτες και ατμόσφαιρα

έτσι και γω αποφάσισα
να ζωστώ εκρηκτικά,
πολλά-πολλά εκρηκτικά,
να φωνάξω δυνατά
πως το κάνω δώρο στο θεό
και να ανατιναχτώ
απο άκρη σ’άκρη 
να διασκορπιστώ
μήπως καταφέρω να σε βρω
έστω σε μια γωνιά ατμόσφαιρας

μήπως
έστω δυο μόρια μας
εισπνευστούν ταυτόχρονα
απο κανένα βάτραχο
και ζήσουμε τον έρωτά μας
στα πνευμόνια του



Μαγκνέτικ by edeka 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου